οστρεοκομείο(ν)

οστρεοκομείο(ν)
οστρεοτροφείο[ν] τό место разведения устриц, устричный садок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οστρεοκομείο(ν)" в других словарях:

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • οστρεοτροφείο — το οστρεοκομείο, δηλ. χώρος όπου εκτρέφονται όστρεα για πολλαπλασιασμό και βελτίωση τού είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τροφείο (< τρόφος < τρέφω). Η λ., στον λόγιο τ. ὀστρεοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στον Δ. Σταματιάδη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»